Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το κυδώνι

См. также в других словарях:

  • κυδώνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 97 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * το (Μ κυδώνιον και κυδώνιν) ο καρπός τής κυδωνιάς, ο οποίος έχει χρώμα κίτρινο, μορφή μεγάλου αχλαδιού και στυφή γεύση νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • κυδώνι — το ο καρπός της κυδωνιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κύδωνι — Κύδων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • μηλοκύδωνο — και μηλοκυδώνι, το (ΑΜ μηλοκυδώνιον) το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κυδώνι(ον)] …   Dictionary of Greek

  • Ακόντιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Όμορφος και νέος ήρωας από την Κέα. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια του νησιού. Όταν κάποτε πήγε στη Δήλο για να παραστεί στις γιορτές της Άρτεμης, συνάντησε την ωραία Αθηναία Κυδίππη και την ερωτεύτηκε παράφορα. Για να την… …   Dictionary of Greek

  • Zakynthos (Stadt) — Stadtgemeinde Zakynthos Δήμος Ζακυνθίων (Ζάκυνθος) …   Deutsch Wikipedia

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κοδύμαλον — κοδύμαλον, τὸ (Α) κυδώνι ή μούσμουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • κοκκύμηλον — κοκκύμηλον, τὸ (Α) το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών). [ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το υ υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό τού συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε …   Dictionary of Greek

  • κυδωνάτο — το (AM κυδωνᾶτον) νεοελλ. φαγητό παρασκευασμένο με κρέας και κυδώνια μσν. γλυκό από κυδώνι μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό κυδωνιών αρχ. φρ. «κυδωνᾱτον τριπτόν» φαρμακευτικό παρασκεύασμα από τριμμένα κυδώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»